- λογιότης
- λογιότηςeloquencefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λογιότητα — λογιότης eloquence fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιότητι — λογιότης eloquence fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιότητος — λογιότης eloquence fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογιότητα — η (AM λογιότης) [λόγιος] 1. η ιδιότητα τού λόγιου ανθρώπου 2. είδος φιλοφρονητικής, τιμητικής προσφώνησης καλλιεργημένων πνευματικά ανθρώπων μσν. αρχ. 1. ευφράδεια, ευγλωττία 2. λογικότητα αρχ. 1. η αγάπη για τους λόγους ή τους παλαιούς μύθους 2 … Dictionary of Greek
ԲԱՆԱԿԱՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 434 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 12c գ. λόγος, λογισμός, λογιότης ratio, rationis compotem esse, rationalitas Ունելն զբան ներքին եւ զարտաքին. տրամաբանօղ եւ խօսուն գոլն. տարբերութիւն բանաւորաց յանբանից. մարդկութիւն. եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԲԱՆԱՒՈՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 436 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c Տ. ԲԱՆԱԿԱՆՈՒԹԻՒՆ. λογιότης rationalitas եւն. *Կենդանեացն անմասն գոլ ʼի բանաւորութէ. Փիլ. լին.: *Ի պատկեր Աստուծոյ արար զնա. մի՝ վասն իմաստութեանն,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)